10.7.11

La ville rose 1

Θα φτάναμε με τη μητέρα στο αεροδρόμιο του Blagnac  μέσα στη νύχτα.  Σούρναμε τα πόδια μας χιλιόμετρα μακριά να βρούμε τις βαλίτσες κι ύστερα παρακαλέσαμε την Παναγιά της Γουαδελούπης να βρούμε ταξί γρήγορα. Έτσι κι έγινε, ένα τέταρτο μετά βρισκόμαστε με τις υπέρβαρες υπερβαλιτσάρες έξω από το ξενοδοχείο. Η ρεσεψιόν είναι κλειστή τα Σαββατοκύριακα και τις βραδινές ώρες. Γι’ αυτό μας είχαν δώσει σε γράμμα 1. Ένα κωδικό να πατήσουμε να μπούμε στο κτίριο, 2. Έναν άλλο κωδικό να πατήσουμε στο safebox για να πάρουμε το φάκελο με ένα άλλο γράμμα  3. και το κλειδί του δωματίου. Η μητέρα νόμιζε ότι  πρωταγωνιστεί στον κώδικα Νταβίντσι με τόσους κωδικούς. Επίσης νόμιζε ότι θα μπούμε σε studio, όπως είχαμε κανονίσει, και όχι στην τρύπα του ποντικού.

Πριν κλείσουμε ερμητικά τα μάτια κι αρχίσει το ροχαλητό, συνειδητοποιούμε ότι η πόρτα δεν κλειδώνει. Κι όχι τίποτε άλλο, είχαμε μπόλικο ρευστό επάνω μας, γιατί τη Δευτέρα θα πληρώναμε  10 νοίκια μπροστά. Και τώρα; «Θα ανοίξουμε την πόρτα του μπάνιου να  φρακάρει την πόρτα του δωματίου, μετά θα βάλουμε μια καρέκλα να σφηνώσει τις δυο πόρτες και τη βαλιτσάρα μου πάνω στην πόρτα!», προτείνει η μητέρα και αμέσως εφαρμόζει το σατανικό της σχέδιο. Εννοείται βέβαια ότι κοιμηθήκαμε πάνω στο παραδάκι για σίγουρα. Στη χειρότερη, να μας έσφαζαν για να δουν τι κρύβεται κάτω από το στρώμα.

Ξημέρωσε Κυριακή κι αφού καμία δουλειά δεν γίνεται την 7η ημέρα, αποφασίζουμε να βολτάρουμε στην πόλη. Άλλωστε η μητέρα έχει ζήσει πολλά χρόνια εκεί, θα  ήξερε την πόλη σαν την παλάμη της. Τι κι αν όλοι οι δρόμοι μοιάζανε; Κι ο τσοπάνος ξέρει να ξεχωρίζει τα πανόμοια πρόβατά του ένα ένα. Κι άλλωστε, το Πανεπιστήμιο και το hypercentre (υπερκέντρο) όπως άλλωστε και το μετρό, ήταν στα… 100 μέτρα. Ναι… Χαθήκαμε.

Κάναμε δέκα κύκλους και μια ώρα για να καταφέρουμε να φτάσουμε εκεί που θέλαμε. Τα μούτρα μου κρεμόντουσαν μέχρι το πάτωμα από τη δυσαρέσκεια. «Θα με φάνε οι δρόμοι… Θα πάθω ρήξη χιαστού μέσα στυος πρώτους 2 μήνες… Θα λιώσω τις σόλες μου!», να παραπονιέμαι. Όταν σταμάτησα να γκρινιάζω όμως, κράτησα την αναπνοή μου και τι αντιλήφθηκα; «Σσσςςςς!», κάνω στη μητέρα και μένουμε ακίνητες στην άκρη του δρόμου. Νεκρική σιγή… Αυτή η απόλυτη ησυχία που μόνο στα νεκροταφεία επικρατεί. Κοίταζα τα αυτοκίνητα στο δρόμο, τον κόσμο να περπατάει, το τοπίο γύρω μου… Ρε μπας και χάλασαν τα αφτιάμου; Ήταν σα να είχα πατήσει mute. Ακόμα και τα αυτοκίνητα ήταν στο αθόρυβο! «Έτσι είναι τις Κυριακές…» μου είπε η μητέρα, αλλά πολύ φοβόμουν ότι αυτοί οι Τουλουζιάνοι έχουν βάλει ακόμα και στον κώλο τους σιγαστήρα.

Όσο πλησιάζαμε στο στόχο, τόσοι περισσότεροι αθόρυβοι ποδηλάτες μας προσπερνούσαν χαμογελώντας (από αυτό δεν έχω παράπονο, κανείς δεν σε στραβοκοιτάει, μόνο σου χαμογελάνε και σου λένε «Bonjour» στο δρόμο, όπως οι γιαγιάδες στα ορεινά χωριά. Τόσες καλημέρες μαζεμένες δεν έχω ξανακούσει!). Άλλοι έτρεχαν με ακουστικά στα αφτιά (πάντα στο αθόρυβο βέβαια). Πολύ αθληταράδες έχουν γίνει οι Γάλλοι, σημειώνει η μητέρα και με κοιτάει με την άκρη του ματιού της, ελπίζοντας ότι θα γίνω κι εγώ μια μέρα κάπως έτσι.

Το ξέρατε ότι…

1.       Το ΦΠΑ (TVA) είναι μόλις στο 5,5 %
2.       Ο «café frappé» στο μενού τους βρίσκεται στα ζεστά (δεν ξέρω τι εννοούν αυτοί φραπέ)
3.       Τις Κυριακές δεν μπορείς να χαζέψεις τις βιτρίνες γιατί έχουν κατεβασμένα ρολά
4.       Οι γαλλίδες φοράνε τα πιο απαίσια πεδηλάκια που έχω δει
5.       Όλοι καπνίζουν (5,90ευρώ το πακέτο) αλλά κανονικά απαγορεύεται και στους εξωτερικούς χώρους γι’ αυτό δεν υπάρχουν τασάκια κι όλοι πετάνε τη γόπα κάτω
6.       Καμία ταμπέλα στο δρόμο δεν είναι στα Αγγλικά
7.       Αλλά όλες οι ταμπέλες «οδών» είναι διπλές, μια στα Γαλλικά και μια στα Ισπανικά
8.       Τελικά, όλες τις ώρες της ημέρας σου λένε «Bonjour», το «bonsoir» είναι μια ξεχασμένη λέξη

No comments:

Post a Comment

Any comments?