12.8.11

Το survivor του παππού vol 2


Το κορίτσι βρήκε πεταμένα κομμάτια από λάστιχο, το αγόρι έβαλε φωτιά με οινόπνευμα σε έναν μεταλλικό τενεκέ κι άρχισαν να  καίνε εκεί μέσα τα λάστιχα… Η μυρωδιά αυτού του κατάμαυρου καπνού θα έδιωχνε τα φίδια. Έπιασαν ένα μακρύ ξύλινο κοντάρι, ο ένας από τη μία, ο άλλος απ’ την άλλη, κρέμασαν τον πύρινο κουβά και τον περιέφεραν περιμετρικά του σπιτιού.  Πήγαν προς το πατητήρι, πίσω από αυτό, στο πέτρινο πηγάδι, στην τουαλέτα που  βρισκόταν αρκετά μακριά από το σπίτι, έφτασαν στο αμπέλι και πάλι πίσω. «Τι είναι εκεί κάτω;», είπε η κοπέλα δείχνοντας με το χέρι αρκετά στρέμματα παρακάτω. «Είναι ένα άλλο πηγάδι… μην πάμε προς τα εκεί καλύτερα» απάντησε το αγόρι κι άφησε το μυστήριο να πλανάται στον αέρα. Τώρα ήταν η ώρα να απομακρύνουν όσο γίνεται και τα ξερά με τη σκουριασμένη τσάπα, η οποία ήταν κρυμμένη ανάμεσα στα καλάμια της πέργκολας.

Όσο το αγόρι ασχολούταν με τα ξερά, η κοπέλα προσπαθούσε να σκουπίσει το δωματιάκι. Στοίβες χώματος και ξανά από την αρχή, την έκαναν να πιστεύει πως όσο και να σκουπίζει, δεν θα καταφέρει ποτέ να το βγάλει όλο έξω. Μα πραγματικά, ήταν σα να μην έχει καθαριστεί ποτέ τα τελευταία εκατό χρόνια.  Πριν λίγα σχετικά χρόνια (σχετικά με την ηλικία του σπιτιού) μια από τις κληρονόμους (που προφανώς δεν έχει πιάσει ποτέ της σκούπα) έβαλε φωτιά στο σπίτι και τα έκαψε όλα. Όπως φαίνεται όμως, το σπίτι προστατευόταν πάντα από τον παππού, τον κρυφό του προστάτη, πως αλλιώς να εξηγήσουμε ότι υπήρχαν ακόμα τοίχοι, πάτωμα και ταβάνι, που ναι μεν έμοιαζαν ετοιμόρροπα, ωστόσο κρατιόντουσαν ακόμα κι ας μην ήταν από μπετό αλλά απλό χώμα.  Πλέον όμως κανείς πυρομανής συγγενής δεν ασχολούταν με τα κληρονομικά και με τις μνησικακίες, διότι με τα χρόνια οι κληρονόμοι αυξάνονταν και πληθύνονταν κι ήταν πια σίγουρο ότι το κτήμα δεν ανήκε σε κανέναν, αλλά και σε όλους. Μια πίτα γης που δεν θα χωριζόταν ποτέ και άρα για τα κοράκια δεν είχε καμία αξία. Για το αγόρι όμως είχε και παραείχε… Αυτό που οι παρατηρητές της ιστορίας θα αντιληφθούν καλύτερα, αν την ονομάσουμε «συναισθηματική» αξία.

«Είναι ένα μέρος, που δεν υπάρχει στην εποχή μας, είναι μια αίσθηση που δεν τη βρίσκω αλλού…», είπε το αγόρι, όταν η κοπέλα απηύδησε, γκρίνιαζε πως είναι μάταιος κόπος να το συμμαζέψουν αυτό το «αχούρι» και ίσως  ήταν προτιμότερο να μείνουν αλλού το βράδυ. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, δεν υπήρχε φως στο δρόμο, ούτε στα γύρω σπίτια… Μα τι λέω! Δεν υπήρχαν γύρω σπίτια για να φωτίσουν το παραμικρό. Το αγόρι την καθησύχασε πως θα έφτιαχνε τουλάχιστον το νερό, τραβώντας αυτό του πηγαδιού προς τη δεξαμενή της ταράτσας. Έριξε θειάφι γύρω από το σπίτι – η τελική αναμέτρηση με τα φίδια, τώρα δεν θα τους πείραζε τίποτα κι ύστερα ασχολήθηκε με την ύδρευση. Η αλήθεια να λέγεται, λίγα, πολύ λίγα αγόρια στην εποχή μας θα μπορούσαν να επιβιώσουν σε τέτοιες συνθήκες, να βρουν λύση για όλα, να αναβιώσουν ένα τέτοιο σπίτι και να προστατεύσουν με τα όσα μέσα διαθέτουν την κοπέλα τους. Εδώ που τα λέμε, οι σημερινοί νέοι ούτε να αλλάξουν λάστιχο στο αυτοκίνητο,  που τους πήρε ο μπαμπάς,  δεν ξέρουν.

Το φως λιγόστεψε, σε λίγο το μόνο που θα φέγγιζε τον τόπο θα ήταν τα κινητά τους τηλέφωνα. Γρήγορα όμως άναψαν μια λάμπα υγραερίου, βρήκαν δυο ξύλινες καρέκλες να καθίσουν, να ξαποστάσουν, αφού λύθηκε το πρόβλημα του νερού. Ήπιαν κρασάκι, τσίμπησαν και ό,τι κρατούσαν μαζί από το ταξίδι και ας μη ξεχνάμε ότι είχαν την ομορφότερη θέα του κόσμου… τον  έναστρο ουρανό, που έμοιαζε με περίτεχνο κέντημα και το φεγγάρι, που φαινόταν τόσο, μα τόσο κοντά στη Γη, σα να πλησίασε λίγο παραπάνω εκείνη τη νύχτα. Σε λίγες μέρες θα ερχόταν η Πανσέληνος του Αυγούστου! «Αποκλείεται να είμαστε ακόμα στο 2011!», σχολίασε η κοπέλα γελώντας, όμως μέσα της ένιωθε γαλήνη… σαν το χιούμορ να τελείωνε σιγά σιγά… Σαν το μόνο που να είχε σημασία να  ήταν η ενέργεια του σπιτιού κι η αγάπη που αναδυόταν μέσα από όλη αυτή την ιστορία. 

No comments:

Post a Comment

Any comments?