12.8.11

Το survivor του παππού vol 3


Βρήκαν μερικά στρωσίδια, κρυμμένα και τυλιγμένα και δεμένα με χοντρό σπάγκο. Άναψαν ένα κεράκι  και αποκοιμήθηκαν αμέσως απ’την κούραση, σα να είχαν ξαπλώσει στο πιο άνετο κρεβάτι του ακριβότερου ξενοδοχείου. Την επόμενη ημέρα οι εργασίες ξεκίνησαν νωρίς. Το αγόρι βρήκε ασβέστη για να βάψει το σπίτι, το χρώμα του οποίου είχε ξεθωριάσει τελείως. Πρώτα θα έσπαγε τα κομμάτια που κρεμόντουσαν κι ύστερα θα έβαφε. Ο ασβέστης είναι ιδανικός για βάψιμο, γιατί είναι οικονομικότερος από τη μπογιά, ασπρίζει υπέροχα και κυρίως απολυμαίνει. 

Η κοπέλα είχε περιέργεια για το τι μπορεί να υπάρχει  στο μακρινό  πηγάδι. Καθόταν κάτω από το αλμυρίκι, αυτό το υπεραιωνόβιο δέντρο με τον χοντρό κορμό και την πλούσια φυλλωσιά, που χάριζε απλόχερα τη σκιά του στους μικρούς εξερευνητές. Διάβαζε το βιβλίο της ενώ περίμενε να βράσει το νερό στο γκαζάκι για τους καφέδες. «Να βοηθήσω;» του  φώναξε ενώ εκείνος είχε σκαρφαλώσει σε ένα βαρέλι για να φτάσει το ψηλό μέρος του τοίχου. Δεν θα την άφηνε όμως να πλησιάσει, μη κάψει τα χέρια της στον ασβέστη.

Η κοπέλα βρήκε ευκαιρία να εξερευνήσει το άγνωστο και μυστηριώδες κομμάτι του απέραντου αμπελιού, ήθελε οπωσδήποτε να δει από κοντά το πηγάδι.  Περπάτησε ανάμεσα από τα ψηλά στάχια, που γαργαλούσαν τη μέση της. Κρατούσε κι ένα ξύλο να ανοίγει το δρόμο, γιατί υπήρχαν πολλά αγκάθια που μπλέκονταν στα πόδια της. Έφτασε σε έναν πέτρινο, μισογκρεμισμένο τοίχο και πίσω του ήταν το πηγάδι.  Προς το παρόν, με την πρώτη ματιά δηλαδή, δε φαινόταν περίεργο, δεν έμοιαζε να έχει κάτι το ξεχωριστό… Ξαφνικά όμως, ακούστηκε το σύρσιμο ανάμεσα από τα στάχια… Σαν ένα τεράστιο φίδι ή έστω ένα τεράστιο ζώο έτρεχε ξωπίσω της. Πριν προλάβει να αρπάξει το ξύλο, να σκαρφαλώσει το πηγάδι, ένιωσε ένα σφίξιμο στο μπράτσο της. Γύρισε απότομα, «τι κάνεις εδώ;» την ρωτάει το αγόρι, που έτρεξε να τη σταματήσει από τις περαιτέρω ανακαλύψεις! «Μα τι συμβαίνει επιτέλους; Όσο δε μου λες, τόσο μου εξάπτεις τη φαντασία!», του λέει με νάζι για να μη της νευριάσει άλλο. «Αυτό το κομμάτι , πρώτον δεν ανήκει σε εμάς… Ήταν της θείας του παππού και με τα χρόνια, το κληρονόμησε ο δικηγόρος. Ο δικηγόρος πέθανε και το άφησε σε μια ανιψιά του. Δεν τους ξέρουμε, δεν έχουμε πάρε δώσε, αλλά τέλος πάντων, ας μη προκαλέσουμε…», της εξήγησε, όμως κάπου είχε αφήσει ένα κενό. «Και δεύτερον;», επέμεινε η κοπέλα.

Το αγόρι σώπασε για λίγο. Δεν ήθελε να της πει, όχι επειδή της έκρυβε κάτι, αλλά επειδή δεν ήθελε να πιστέψει ούτε ο ίδιος τη φρικτή ιστορία. «Εδώ από κάτω, μη φανταστείς, στο ένα μέτρο περίπου, ήταν το νεκροταφείο…» της είπε σχεδόν αδιάφορα, για να κρύψει το πόσο άβολα ένιωθε για τις δεισιδαιμονίες που θα της ξεφούρνιζε σε λίγο. «Δηλαδή έχει αρχαία;», φώναξε ενθουσιασμένη η κοπέλα που τρελαινόταν για κάτι τέτοια! «Πωπω, ίντριγκα! Δεν πρόκειται να χωριστεί και να πουληθεί ποτέ! Φυσικά ούτε να χτιστεί!», συνέχισε και το αγόρι την τράβηξε να πάνε πάλι προς το μικρό σπιτάκι. «Σε αυτό το πηγάδι όλο περίεργα ατυχήματα γίνονται… Κάποτε γίνανε και σφαγές. Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά, αλλά καλού κακού… Ας μη πηγαίνουμε από εκεί», της είπε κι άλλαξαν θέμα. Όμως η ιστορία στριφογύριζε στο κεφάλι της κοπέλας όλο το βράδυ… Αχ αυτή η περιέργεια!

Τέλος πάντων, καθώς νύχτωνε, το ζευγάρι αποφάσισε να σταματήσει τις εργασίες, να πιούν λίγο κρασί. Το κρασί ήταν παλαιωμένο, του αμπελιού τους, έσκαψαν δυο μέτρα γης για να το ξεθάψουν, σύμφωνα με τις οδηγίες που του άφησε ο παππούς του πριν πεθάνει. Έτσι όπως έσκαβαν μάλιστα, βρήκαν και κάτι προπολεμικές κονσέρβες κρέατος. Τις πέταξαν όπως ήταν, δεν μπήκαν στον κόπο να τις ανοίξουν, πρέπει να είχαν ξεχαστεί πολλά χρόνια εκεί. Φαίνεται, τότε που τα αμερικάνικα αεροσκάφη πετούσαν στη θάλασσα κονσέρβες, ο παππούς και τα αδέλφια του τις βρήκαν (τις ξέβραζε η θάλασσα) κι επειδή δεν επιτρεπόταν να έχουν φαγητό στο σπίτι, τις έθαψαν για να τις τρώνε σιγά σιγά. Ποιος ξέρει τι θα έγινε, ίσως να έχασαν το σημείο, ίσως να… περίσσεψαν, πάντως γύρω στα έξι κουτιά είχαν ξεμείνει εκεί.

«Κοίτα εκεί…», ψιθύρισε η κοπέλα στο αγόρι. Ένα περίεργο αυτοκίνητο είχε σταματήσει έξω από το σπίτι και πέταγε τα φώτα του να δει μέσα. Κλέφτες; Αποκλείεται με τόσο θράσος… Ή μήπως όχι; Μην ήταν κάποιος από τους κληρονόμους; 

No comments:

Post a Comment

Any comments?