7.6.16

Ένα ευτυχές γεγονός vol1


Ήταν 4.30 το πρωί όταν η Σούτκεης (Βαλίτσα) ένιωσε πως ήθελε ξαφνικά να πάει στην τουαλέτα. Μα τι περίεργο; Να την είχε πειράξει κάτι που έφαγε; Σηκώθηκε κι έκατσε καθιστή στο κρεβάτι. Ο άνδρας της πετάχτηκε πάνω, έτοιμος για όλα, άναψε τα φώτα και φούσκωσε τα μπράτσα του για να ενεργοποιηθεί.

 «Τι συμβαίνει Σούτκεης αγάπη μου;». Η Σούτκεης γούρλωσε τα μάτια, της ήρθε να γελάσει κι ύστερα κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτό που νόμιζε, αλλά το άλλο... «Γεννάω!». Ο Σύζυγος ανέβασε σφυγμούς, «φύγαμε!», της είπε. Με το ένα χέρι άρπαζε ό,τι έβρισκε μπροστά του:, τα κλειδιά, τα τσιγάρα, το χέρι της γυναίκας του και με το άλλο χέρι έπαιρνε τηλέφωνο να ξυπνήσει γνωστούς και φίλους –φυσικά όλοι κοιμόντουσαν και δεν το σήκωσε κανείς. 

Ο Φίλος Σκύλος 1 και ο Φίλος Σκύλος 2 ένιωσαν αναστάτωση, άλλαξαν πλευρό εμφανώς ενοχλημένοι από το θόρυβο. «Είδες Φοίβο; Το νέο κουτάβι τους έκανε άνω κάτω… Στα έλεγα εγώ», είπε ο Μέρφυ με ύφος σνομπ και ξανακοιμήθηκε. «Καλέ! Η μαμά κατουρήθηκε!», είπε ο Φοίβος και κρύφτηκε τρομαγμένος κάτω από το κρεβάτι.

Είχαν σπάσει τα νερά όταν το ζευγάρι επιβιβάστηκε στο πορσίδιο και έβαλε πλώρη για το μαιευτήριο. Άδειοι οι δρόμοι της Αθήνας, δεν βοηθούσαν καθόλου στη δημιουργία σκηνικού αγωνίας που βλέπουμε στις ταινίες. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα να προσπεράσουν, δεν υπήρχε λόγος να περάσουν κόκκινα φανάρια, ούτε να κορνάρουν… «Τι; Έτσι ξενέρωτα θα φτάσουμε, λες και πηγαίνουμε επίσκεψη στη Θεία;», είπε με παράπονο η Σούτκεης. Τότε ο σύζυγος πάτησε το γκάζι, άρχισε να κορνάρει και να περνάει τα φανάρια, μέχρι που ένα περιπολικό πλησίασε. «Είσαι τρελός άνθρωπέ μου;», του είπε. Ξάφνου, ο σύζυγος τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια… Ήταν ο ίδιος μπάτσος με τότε που τον σταμάτησε μετά το μπάτσελορ. «Γεννάμε!», του είπε. «Σε θυμάμαι!!!», είπε ο μπάτσος, που κι αυτός, μια δεκάρα ήθελε για να μπει στο ρόλο του και να ζήσει το αμέρικαν ντρήμ του. «Ακολούθησέ με!», είπε και μπήκε μπροστά με τις σειρήνες να τους παίρνουν τα αυτιά.

Κατά τις 05:00 έφτασαν τελικά στο μαιευτήριο. Η Σούτκεης ήταν εκστασιασμένη, από τη μια φοβόταν κι έτρεμε, από την άλλη είχε τεράστια λαχτάρα να αντικρίσει επιτέλους το πλασματάκι που μεγάλωνε μέσα της τόσους μήνες. Τα δευτερόλεπτα και τα λεπτά περνούσαν, αλλά ο χρόνος για εκείνους έμοιαζε να έχει παγώσει. Δεν ένιωθαν ούτε νυσταγμένοι, ούτε κουρασμένοι, όλες οι αισθήσεις τους και όλη η ενέργειά τους βρισκόταν μέσα σε εκείνο το δωμάτιο…
(συνεχίζεται)


No comments:

Post a Comment

Any comments?