6.8.16

Όταν η Αλεξία γνώρισε το Χάρη vol4

Εκείνο το βράδυ, καθώς και τα πολλά επόμενα βράδια δυσκολεύτηκα να κοιμηθώ. Όχι από τύψεις, αλλά από το στομάχι που γουργούριζε περίεργα, όσο κλισέ κι αν είναι, οι γνωστές πεταλούδες στο στομάχι. Έκλεινα τα μάτια και προσπαθούσα να θυμηθώ το πρόσωπό του, αλλά ήταν αδύνατο να τον δω στο μυαλό μου. Περισσότερο εντυπώθηκε στη μνήμη μου η μυρωδιά του και μπορούσα ανά πάσα στιγμή να θυμηθώ καρέ καρέ το πρώτο μας φιλί. Όχι όμως το πρόσωπο. Το ίδιο και τις επόμενες ημέρες. Θυμόμουν τα λόγια του, τις πεταλούδες μου, τη μουσική, όχι όμως το πρόσωπο. Ήταν λες και μου έκανε μάγια και έσβηνε τη μνήμη μου. Πολλά χρόνια αργότερα διάβασα πως αυτό είναι σημάδι ερωτοχτυπημένου στην αρχή μιας γνωριμίας–δεν είμαι σίγουρη για την εγκυρότητα της πληροφορίας, είναι από αυτά που θέλουμε να πιστεύουμε. Το ειδύλλιο θα κρατούσε 3-4 μερόνυχτα γιατί μετά είχαμε και οι δύο αφίξεις, που σίγουρα θα προτιμούσαμε να βουλιάξει το πλοίο τους παρά να έρθουν στην Πάρο και να αναγκαστούμε είτε να τους υποστούμε, είτε να τους αφιερώσουμε τη χειρότερη ψυχρολουσία της ζωής τους.

Πήρα τηλέφωνο τις δύο κολλητές, Τρίσια και Ειρήνη, που ήταν σίγουρο ότι δεν θα με κράξουν και θα άκουγαν με ενθουσιασμό το νέο love story. Σε ένα σοκάκι στη Νάουσα, πάνω σε ένα πεζούλι οκλαδόν, το τηλεφώνημα διήρκησε όλη τη νύχτα. Ήμουν αποφασισμένη να χωρίσω ακόμη κι αν δεν ξανάβλεπα το Χάρη ποτέ ξανά, δεν υπήρχε επιστροφή μετά από αυτό. Η ψυχρολουσία θα ήταν σκληρή, αλλά όχι ότι θα έπεφτε κι από τα σύννεφα κανείς. Έτσι, το τελευταίο βράδυ πριν τις αφίξεις, κι αφού ο Χάρης ουδέποτε επιχείρησε να ανοίξει συζήτηση για κάτι, ούτε καν αριθμούς τηλεφώνων δεν είχαμε ανταλλάξει, μου πρότεινε να πάμε οι 2 μας, χωρίς τους άλλους για πρώτη φορά, για ένα ποτό. Ξαναπήγαμε στο Αgosta, επέμενε να με κεράσει. Ήμουν σίγουρη πως ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα και προσπαθούσα επίμονα να απομνημονεύσω το πρόσωπό του γιατί δεν θα είχα άλλη ευκαιρία. Μου έδωσε το ποτό μου, ήταν κατάλληλη στιγμή για μια πρόποση. «Γειά μας!», του κάνω, «στην τελευταία βραδιά μας!». Τα ποτά συνέχισαν να αιωρούνται στα χέρια μας όταν έσκυψε και μου είπε, «γιατί το λες αυτό; Πως το ξέρεις;». Με τσαχπινιά και μια δόση παράπονο του υπενθύμισα την άφιξη της κοπέλας του την επομένη, αλλά ούτε τότε φάνηκε να είναι έτοιμος να πιεί την πρώτη του γουλιά. «Δεν ξέρεις αν είναι η τελευταία… Μπορεί να είμαι ο άντρας της ζωής σου και να είσαι η γυναίκα της ζωής μου…». Γέλασα κοροιδευτηκά και ήπια το τζιν τόνικ.

Όπως σας είπα, δεν κατάφερνα να θυμηθώ τα χαρακτηριστικά του παρά μόνο μεμονωμένα. Ένα γkρο πλάνο τα μάτια του, ένα ζουμ στα πανέμορφα χείλη του, αλλά στο σύνολο δεν μπορούσα να τον θυμηθώ. Τα λόγια όμως δεν τα ξέχασα ποτέ, τα συγκρατούσα όλα, παρότι τότε πίστευα ότι είναι από εκείνους που λένε μεγάλα λόγια εύκολα χωρίς δεύτερη σκέψη για να εντυπωσιάσουν.


Τα παραπάνω έγιναν ακριβώς όπως σας τα λέω, δεν έχω προσθέσει ή αφαιρέσει τίποτα.

No comments:

Post a Comment

Any comments?