15.9.10

Ντοκουμέντο από το χαμένο ημερολόγιο vol2


(go back to vol 1)

Ημέρα 11- 
Πόσα πράγματα μπορείς να πεις με τα μάτια κι ο άλλος να καταλάβει έστω τα μισά; Συνήθως ξεγελάς με ένα χαμόγελο ή με μερικές λέξεις. Έρχεται όμως η στιγμή που κάποιος θα αποκρυπτογραφήσει τη σκιά στο βλέμμα σου ( δεν εννοώ τη σκιά στο βλέφαρο με δυο τόνους κονσίλερ, μολύβι, μάσκαρα κ.ο.κ.). Ωστόσο εκείνη την ημέρα ( την 11η) τα μάτια μου έβγαζαν σπίθες. Μόλις είχαν ακυρωθεί οι διακοπές μου στη Σαντορίνη κι ένας ολόκληρος κύκλος γνωστών μου δεν σήκωνε το τηλέφωνό τους για ώρες.
«Πέθανε κανείς;» με ρωτάει χαμηλόφωνα και αλείφει λίγο αντηλιακό στην κοκκινισμένη μύτη της. Γέλασα ειρωνικά την ώρα που θυμόμουν την τραυματική εμπειρία που έζησα εκεί – και αφορούσε φυσικά το θάνατο- πριν λίγα χρόνια. Πάλι τσακωμένη με κάποιον – δεν θυμάμαι- περιφερόμουν στα σοκάκια μουδιασμένη, σχεδόν κοιμισμένη. Με βήμα ταχύ έξι μαυροφορεμένοι τύποι γκαζώνουν κι ακολουθούν το βήμα μου. Στους ώμους τους στηρίζεται ένα κατάμαυρο φέρετρο – ΑΝΟΙΧΤΟ- από το οποίο ξεφυτρώνει ένας πρασινισμένος παππούς πλημμυρισμένος με ρόδα κι άλλα λουλουδικά. Ένας έβδομος άνδρας ανοίγει το δρόμο κρατώντας το καπάκι ( αλήθεια πως λέγεται;) του φέρετρου. Έστριβα δεξιά, έστριβαν κι εκείνοι δεξιά. Αντίθετη πορεία, ξανά πίσω μου αυτοί. Παράδοση, έμαθα μετά από λίγες μέρες, να περνάνε το νεκρό με ανοιχτή κάσα από τα μέρη που έζησε. Τι ωραίο αλλά και μακάβριο!
Δεν είχα καθόλου κέφι και πονούσε το στομάχι μου. Μέχρι που βλέπω μπροστά μου τον Γοητευτικό και τον Google- Translator να χαμογελάνε. Σε λίγο βλέπουμε και τον Πονηρούλη, φρεσκοκουρεμένο, πάντα να αναδύεται μέσα από μια κοριτσοπαρέα. Και δίπλα καθόταν η έκπληξη της βραδιάς… Μα ποιος ήταν αυτός ο μυστηριώδης τύπος; Κάτι μου θύμισε αλλά δεν τον είχα ξαναδεί. Πολύ χαμογελαστός και με μάτι μοδίστρας.: Μάτι που με δυο κοψιές σκανάρει και φιλτράρει τις αναλογίες σου. Τα πρώτα λεπτά δεν καταλαβαίνω τίποτα, τα αφτιά μου έχουν βουλώσει ( κουφάθηκα που λέμε)! 
Ο Μυστηριώδης, το «κλού» της βραδιάς, συνεχίζει να σκανάρει αυτή τη φορά τον εγκέφαλό μου. Ξέρω ότι κάτι έχει να κάνει με υπολογιστές κι ενδεχομένως να μετρούσε με κάποιο high tech γκατζετάκι το IQ μου. Ταυτόχρονα, ο Πονηρούλης με το απόλυτο ύφος «πάμε-για-ούζα-μωρό-μου» κάνει τα πονηρά ματάκια στην διπλανή μου. Ο αδερφός του Μυστηριώδη, ο Γοητευτικός αρχίζει να μου δίνει την εντύπωση ότι καταλαβαίνει περισσότερα από όσα δείχνει. Και ξέρεις πως είναι αυτά… Άμα σε τσακώσουν, χάνεις την ψυχραιμία σου και κάνεις λάθη. Η μεγάλη μου κομπίνα λοιπόν ναυάγησε και τώρα δεν ξέρω πως θα τα βγάλω πέρα. Λες και δεν είχα ήδη αρκετά προβλήματα στην πλάτη μου, τώρα απέκτησα ένα καινούργιο. Έναν ακόμα αναγνώστη ματιών. Σε συνεργασία με τον Μυστηριώδη , τα πράγματα δυσκολεύουν τόσο πολύ που αρχίζω να βλέπω στον ορίζοντα το Βατερλό. Τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά τα παλιά τα χρόνια. Δεν είχες πολλές επιλογές, ερχόντουσαν και σε κλέβανε! Φοβού τους Κρητικούς…. (στη σημερινή εποχή ούτε τον αριθμό του κινητού σου δεν ζητάνε. Άλλο κι αυτό…) 

Ημέρα 12-
Κοιμήθηκα απαίσια. Έβλεπα ένα περίεργο νησί, μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, την φίλη μου τη Μαρίνα και τον «Μπαρμανάκο» να βουλιάζουν μέσα σε μια βάρκα κι εγώ απλά να κρύβομαι από την Αστυνομία. Άγχος… Πάλι ξύπνησα αξημέρωτα κι έτρεξα στο χωριό να ακυρώσω τα εισιτήρια της Σαντορίνης. Νομίζω ότι στο βλέμμα της ασχημούλας στο πρακτορείο είδα συμπόνια. Μου φαίνεται γενικά ότι ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει για λίγο – από χθες έως σήμερα τουλάχιστον.
Η φωνή νταλικέρη βγαίνει από τα σωθικά μου και όποτε πάω να γελάσω τρομάζουν τα παιδάκια από τον αισχρό ήχο ( ο περίεργος ήχος, ή βοή όπως λέει η Κλαίρη, μοιάζει με ηλεκτρική κατσαρίδα. Αν υπήρχε τέτοιο θόρυβο θα έκανε). Όλα αυτά περιγράφουν μια κατεστραμμένη ψυχολογία. Πάνω στην ώρα, πιάνω με την άκρη του ματιού μου τον Γοητευτικό να πίνει καφέ λίγο παραδίπλα. Νομίζω ότι άκουσα κι ένα σφύριγμα- που με βοήθησε στο να κοιτάξω καλύτερα, αλλά μπορεί να το φαντάστηκα κιόλας. Λίγο μετά μαζεύονται όλοι. Ο Πονηρούλης αγουροξυπνημένος – πίνει ζεστό καφέ !- ο Μυστηριώδης κακόκεφος – δεν λέει ούτε καλημέρα !- ο Google-Translator έτοιμος για όλα (σκέφτομαι να του δώσω καινούργιο όνομα, δεν με εκφράζει πια το γκούγκλ). 

Φυσάει πολύ και καταλήγουμε πάλι στην απάνεμη και «κατσάβραχη» παραλία. Όμως ο βράχος των γοργόνων είναι πιασμένος. Καθόμαστε ένα βράχο πιο μπροστά, αλλά η παρέα των τεσσάρων μας προσπερνάει αδιάφορα ΠΑΛΙ και κάθεται στον πιο ψηλό, στον βράχο του Βασιλιά των Λιονταριών. Έτσι αποκτά το προνόμιο να μας βλέπει πανοραμικά (και υπεροπτικά) να σχολιάζει και να γελάει εκκωφαντικά μπροστά στα μούτρα μας. Ούτε θέλω να ξέρω πως δείχναμε από εκεί πάνω. Με συνεπήρε η κουβέντα με τον Πονηρούλη, όταν εκείνος αποφάσισε να βγει από το νερό για ηλιοθεραπεία κι έμεινα να επιπλέω καμαρώνοντας τα μαύρα πόδια μου κάτω από το νερό και κοιτάζοντας προς το πέλαγος, διακρίνω δυο γνωστές μου φιγούρες να πλατσουρίζουν στα βαθιά. Ήταν η Κλαίρη με τον Γοητευτικό. «Πάω να βγω έξω μη μουλιάσω» σκέφτηκα και ξαφνικά ένα ρεύμα με παρέσυρε προς τα βάθη του ωκεανού και με πήγε κοντά τους. Εγω προσπάθησα να αντισταθώ σε αυτό το παλιορεύμα αλλά κανείς δεν με πιστεύει, νομίζουν απλά ότι κολυμπάω σαν θείτσα, ή σαν σκύλος όπως μου είπαν κι οι ίδιοι. 

Προσπαθώ να θυμηθώ πως λεγόταν εκείνο το κινέζικο παιχνίδι που έπαιζαν οι τέσσερις. Αδύνατο. Όχι ότι χάνετε και κανένα τρελό σκηνικό από την έλλειψη περιγραφής (άλλωστε και να θέλω να ρωτήσω δεν μπορώ, γιατί δεν έχω μέσο να επικοινωνήσω εκτός από καπνούς 1). Ευτυχώς κάπως τα φέρνει η μοίρα, ή τα άστρα ή το πεπρωμένο, και κάπου βρίσκεις την παρέα των έξι, ή κάποιον από αυτούς εκεί που πρέπει κι όταν πρέπει. Με μερικούς ανθρώπους το να ψάξεις να βρεις θέματα προς συζήτηση είναι σα να ψάχνεις ψίλους στα άχυρα. Με άλλους έχεις να συζητήσεις τόσα πολλά που δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις. Ή το ένα, ή το άλλο μπορεί να συνέβη. Ξαφνιάζομαι τόσο πολύ από τον εαυτό μου τελευταία- που τα χάνω τόσο συχνά.. τα λόγια μου!- που καμιά φορά μπορεί να πετάξω μια εντελώς άκυρη ατάκα και να γκρεμίσω ότι με προσπάθεια έχτιζα μια βδομάδα. Και μετά άντε να τη μαζέψεις.

Εκείνο το σακάτικο βράδυ (με μάτιασαν και κουτσάθηκα κι όλας…)ο κόκορας ελάλησε στις πέντε ακριβώς (τυφλή εμπιστοσύνη σε αυτόν που είχε ρολόι). Διέσχισα ξυπόλυτη τη μισή Νάουσα με τα μαλλιά μές τη μούρη ( σαν το φρικιαστικό και δαιμονισμένο κοριτσάκι από το The Ring αλλά με ανταύγειες) κι άκουα κοκόρια να στριγγλίζουν . Μια πόρτα έτριζε, μια νυχτερίδα πέταξε πάνω από το κεφάλι μου κι από ένα σπίτι ακούστηκε ringtone στο ρυθμό των x-files. Η σωστή ατάκα ήρθε λίγο μετά τη στροφή για Πρόδρομο και πριν την ταμπέλα για Μάρπησσα. Δεν είχα ούτε αναπτήρα, ούτε σπίρτο να ανάψω φωτιά να στείλω το κατάλληλο μήνυμα που μου ήρθε στο μυαλό. Ήταν σίγουρο άλλωστε ότι μετά από λίγες ώρες ύπνο θα ευχόμουν να μην το είχα καν σκεφτεί. Αν και με τα μαθηματικά δεν είχα ποτέ καλή σκέψη, τα λόγια του Πονηρούλη στριφογύριζαν στο κεφάλι μου για ώρες (ε αντίθεση με τα λόγια του Google-Translator ). Ο Πονηρούλης διατάραξε την μη-τετράγωνη λογική μου αναλύοντας μια ρεαλιστική εξίσωση για τον χωροχρόνο των στιγμών μας σε ετούτο τον μάταιο κόσμο. Νομίζω ότι κάποιοι το λένε εντροπία. Καμιά φορά γνωρίζεις άτομα τη λάθος χρονική στιγμή, ή παίρνεις αποφάσεις που θα επηρεάσουν μια σειρά γεγονότων και το αποκαλείς «επιλογή». Το δυστύχημα σε όλο αυτό, νομίζω ότι εκεί ήθελε να καταλήξει ο Πονηρούλης, είναι πως η σειρά που έπρεπε να συμβαίνουν κάποια γεγονότα δεν είναι η φυσική πορεία τους, γιατί «¨Η ζωή είναι απρόβλεπτη», είπε κι έκλεισε το μάτι συνεχίζοντας να παίζει με το βουτηγμένο σε μαύρο ρούμι καλαμάκι (γιατί τωρα αυτό έπρεπε να το γράψω τόσο περίπλοκα;). 

Ημέρα 13-

Η Κυριακή γενικά, είναι μια ημέρα που δεν χωνεύω με τίποτα. Μου θυμίζει βαρετά και πολύωρα οικογενειακά δείπνα, επισκέψεις σε συγγενείς που δεν χωνεύω, φούσκωμα στο στομάχι που δεν αντέχω, τρελό διάβασμα τα σχολικά χρόνια τουλάχιστον, καταναγκαστικό ύπνο νωρίς, αγωνία όλη μέρα γιατί περιμένεις τη Δευτέρα. Εδώ όμως είναι Πάρος και δεν έχει σημασία τι μέρα είναι, τι ώρα είναι. Απλά δεν ήθελα να πάω για μπάνιο, να ξεκουραστώ λιγάκι από τον ήλιο και να πιώ καφέ χωρίς να βιάζομαι μη χάσω τον ήλιο.

Κρατούσα το λαπ τοπ στα πόδια μου και σκεφτόμουν τι θα γράψω, αλλά δεν κατέβαινε καμία ιδέα. Σε λίγες μέρες θα έκανα και την in cognito επίσκεψή μου στην Αθήνα κι έπρεπε να ξέρω που πατάω, μη με πιάσει καμία ευαισθησία. Στο «Καρίνο» λοιπόν… Λίγο πιο πέρα από το τραπέζι μας ( η Κλαίρη διαβάζει μανιωδώς τα νέα για τις πυρκαγιές στην Αττική) κάθονται για πρωινό οι γνωστοί άγνωστοι. Χαιρετηθήκαμε από μακριά, άλλωστε τι άλλο είχαμε να πούμε. Η Κλαίρη κατεβάζει τα γυαλιά στην καμένη κόκκινο φωσφοριζέ μύτη της με κοιτάζει αυστηρά και συνεχίζει το διάβασμά της.

Οι ώρες περνούσαν και το μόνο που αντέχαμε να πιούμε ήταν μπύρα. Τα χέρια και τα πόδια μας έπεφταν βαριά πάνω στον καναπέ, αλλά όλη η κατάθλιψη μας έβγαινε σε τρανταχτά γέλια. Η Κική αναρωτήθηκε τι έχουμε πάρει. Μήπως μας είχε ρίξει κάτι στη μπύρα ο Ξαβιέ; Όχι, ήταν το τραγούδι της Κλαίρης το ναρκωτικό μας. Κατά το «Μπόμπ Σφουγγαράκης (x3) τετραγωνο-παντελονής ( το τραγούδι του ομώνυμου παιδικού σίριαλ), εκείνη μου τραγουδούσε ενώ δάκρια έτρεχαν στα μάτια μου από το γέλιο «Κλαίρη μιζέρο, Κλαίρη μιζέρο, Κλαίρη μιζέρο, Μιζεροοο-πικραμένηηηη» . Νομίζω ότι φταίει το ζώδιό μας, γιατί κι εγω σε άσχημες φάσεις της ζωής μου γελάω με τον εαυτό μου πολύ. Αφού το τραγουδήσαμε λοιπόν, ήρθε η ώρα να μπούμε μέσα. Καιρός ήταν να βγούμε από το λήθαργο.

Ημέρα 14-
 «Μπροστά μου ήταν δυο κτελ, μια γουρούνα και μπροστά από τη γουρούνα ένας γάιδαρος», προσπάθησε να δικαιολογηθεί για την αργοπορία της η Κλαίρη.

Μου είχαν μείνει ογδόντα σελίδες για να τελειώσω το αριστούργημα «ΝΗΣΙ». Δεν θα ησύχαζα αν δεν το τελείωνα ( μαλακία έκανα, τώρα πως θα περάσουν οι θλιβερές ώρες μέσα στο πλοίο με προορισμό την κόλαση;). Τα κατάφερα κι άρχισα να κλαίω από συγκίνηση. Είχε περάσει η ώρα και στη θάλασσα δεν είχα βουτήξει. Ποτέ δεν είναι αργά. Όση ώρα διάβαζα όμως η Κλαίρη είχε επιδοθεί σε διάφορες δραστηριότητες. Στην αρχή διάβαζε κι εκείνη το βιβλίο της. Μετά αποφάσισε να βρει κοχύλια (αυτό κράτησε αρκετή ώρα γιατί δεν βρήκε ούτε ένα, παρότι όργωσε την παραλία από άκρη σε άκρη). Ύστερα έπιασε κουβέντα με όσους γνωστούς έχουμε και μάζεψε σύνολο έξι αδικαιολόγητες απουσίες. «Τι θα γίνει πια; Όλο απουσίες θα μας βάζουν; Πόσα ποτά να πιω;», μου απευθύνθηκε, θέλοντας να κλέψει την απάντηση μου «Μακάρι να κοπούμε και να ξανάρθουμε του χρόνου». Είναι προφανές ότι με έχει πάρει από κάτω η ενήλικη ζωή. 

(Ο Ψευτοχαμογελής μπαίνει στη θάλασσα με το γνωστό ψεύτικο χαμόγελο και κουνάει τα χεράκια του για να τον δούμε. Αδιαφορία.)

«Μα που πήγαν όλα τα κοχύλια;» συνέχισε να παραληρεί η Κλαίρη ενώ εγω σκεφτόμουν ότι πήγαν στο hand made δαχτυλίδι που μου χάρισαν. Τουλάχιστον βρήκε κάτι να την απασχολεί κι έπαψε να είναι μιζεροπικραμένη. Πήρα τη δική μου μιζέρια και έκατσα στο «Καρίνο». Ήταν μια σωστή στιγμή να διαβάσω τα email μου. Ήταν πολύ περισσότερα από όσα περίμενα. Παρόλαυτά απάντησα σε περισσότερα από όσα μπορούσα και τώρα σκέφτομαι να προσλάβω γραμματέα, να μοιράσω και αυτόγραφα στην πλατεία του χωριού, ίσως να αναρτήσω μια αφίσα μου στον πλάτανο τον κακο-κουτσοκουρεμένο. Είναι σίγουρο πια ότι δεν θα κάνω δημοσιογραφική καριέρα, θα βγάζω τα άπλυτά μου στη φόρα για να γελάνε μαζί μου οι φίλοι μου, σε αυτό έχω ταλέντο.
Είμαι υπερήφανη για την ΔΕΥΑΠ ΠΑΡΟΥ για ακόμα μια φορά. Εμένα θέλει να με ξεκάνει με τα τσιμπηματάκια ρεύματος την Κλαίρη προσπαθεί να την κάνει λεπρή. Από τότε που το νησί γέμισε τουρίστες, η ΔΕΥΑΠ αποφάσισε να της κόψει το νερό. Η Κλαίρη ανακαλύπτει καθημερινά νέους τρόπους πλυσίματος. Στην αρχή έκλεβε με το λάστιχο νερό από τον γείτονα- που διαθέτει δεξαμενή. Μετά όμως την πήραν πρέφα και της το κόψανε. Χθες έκανε μπάνιο με εμφιαλωμένο μεταλλικό νερό. Της πήρε λίγο χρόνο παραπάνω, αλλά ξεβρώμισε. Σήμερα έφερε τα σαπούνια της στην παραλία και πλύθηκε στην ντουζιέρα του κάμπινγκ! Αύριο, φαντάζομαι, θα πλυθεί στο πλοίο της Αντιπάρου όταν θα γυρνάμε από ξέφρενο ξενύχτι. Ήθελε να έρθει σπίτι μου να μπανιαριστεί, αλλά λέει η βενζίνη είναι πιο ακριβή από το μεταλλικό νερό. Την αγαπώ ωστόσο και θα της πάω για δώρο μια δεκάδα από γκαζόζες που έχουν ξεμείνει στο ψυγείο – να νιώσει λίγο ότι βρίσκεται σε τζακούζι! Σε όλους μας αξίζει μια στιγμή πολυτέλειας εξάλλου! 

Η μητέρα (την πήραμε μαζί να τη μεθύσουμε) πήρε Μοχίτο και τότε θυμήθηκα την παρέα των έξι που έπινε μοχίτο με κάτι άλλο μέσα. Πάλι δεν θυμάμαι τι ακριβώς, αλλά δεν βαριέσαι… (το κινητό του Γοητευτικού παραμένει επτασφράγιστο μυστικό έως σήμερα, Ιούλιο του 2080).

Ημέρα 15-
Ξημερώνει Τρίτη και μια αγχωτική –όπως πάντα- σκέψη , αρχίζει να διαταράσσει τον ύπνο μου. Έπρεπε να διασχίσω τριάντα χιλιόμετρα για να φτάσω στο σπίτι της Κλαίρης, να της παραδώσω τις γκαζόζες για το τζακούζι. Όσο η Κλαίρη έβαφε και ξέβαφε τα νύχια της, είπα πέσει με τα μούτρα πάνω από το σταυρόλεξο. Και τότε άρχισαν να εμφανίζονται μπροστά μου μία μία οι εφτά πληγές του Φαραώ. «Ακρωτήρι της Κρήτης». (Μάταλα ήταν η απάντηση ). «Πιάνεις λίγο τη Motion;» μου λέει η Κλαίρη κι όπως έπιασα την οικογενειακή συσκευασία να της τη δώσω, είδα να αναγράφεται στο πίσω μέρος του κουτιού «Η-Ρ-Α- Κ-Λ-Ε-Ι-Ο». Πάνω στην ώρα μου τηλεφωνεί κάποιος από την αντίπαλη προς τη δική μου εταιρεία κινητής τηλεφωνίας με το επίθετο «Κρητικός», όπως μου συστήθηκε. Νευρίασα και του το έκλεισα κατάμουτρα σχεδόν. Όχι καλέ μου, δεν θέλω να αλλάξω ούτε πρόγραμμα, ούτε εταιρεία. Φυσικά στις ειδήσεις κάτι πήρε το αφτί μου για το Νέο Ηράκλειο. Γιατί όλα εκεί πρέπει να συμβούν εκεί, η Νέα Ιωνία , η Νέα Σμύρνη, δεν κάνουν στους εγκληματίες! Κι όλα αυτά ξεκίνησαν από τη Σπιναλόγκα, που μου άνοιξε την όρεξη για Κρήτη γενικά. Η παράνοια δείχνει να μην τελειώνει κι ήρθε η ώρα να φύγουμε για Αντίπαρο.
Μια βόλτα στο μώλο είναι πάντα ευχάριστη. Τα ονόματα της κάθε βάρκας τραβάνε την προσοχή μας, ψάχνουμε απεγνωσμένα (δεύτερη φορά) για κάποιο ψαροκάικο που θα μας πάει εκδρομή γύρω από το νησί, στο Δεσποτικό, στα Μοναστήρια. Το μάτι πέφτει στην επιγραφή «Οι Δυο Μαριγούλες». Τι έμπνευση κι αυτή! Συμπεράναμε ότι καμία βάρκα δεν τη λένε Κλαίρη ή Αλεξία.

Ημέρα 16-
Με το που κατεβήκαμε από τη βάρκα, δεν πρόλαβα να πατήσω το πόδι μου στη στεριά (Λάγγερη πάλι) ένας χοντρός μουστακαλής κλείνει την προβλήτα (πήγαινε η κοιλιά μπροστά κι ο χοντρός πίσω) , παρέα με ένα χαριτωμένο ντυμένο στα φούξια κοριτσάκι. Εκείνος κάτι μουρμουράει – δεν αναγνωρίζω την περίεργη αυτή γλώσσα. Το κοριτσάκι αγανακτισμένο του ρίχνει μια κουτουλιά – στο ύψος της κοιλιάς βρίσκεται και το κεφάλι του κοριτσιού- και λέει αφηνιασμένο «Αφού σου λέω, δεν καταλαβαίνω Κρητικά!». Εκείνος συνεχίζει ακάθεκτος – κάποια μαντινάδα πρέπει να έλεγε γιατί ακουγόταν πολύ μελωδικό. Το κεφάλι μου αν και δεν έστριβε δεξιά λόγω ψύξης – το πάθαμε κι αυτό- στριφογύρισε πέντε φορές μέχρι τα μάτια μου να συναντήσουν τα μάτια της Κλαίρης. «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ!» είπα σοκαρισμένη με όλη τη δύναμη της φωνής μου ( ο κύριος Χοντρός θα νόμισε ότι αγανάκτησα μαζί του, που να’ ξερε ο άνθρωπος).
Διασχίσαμε χιλιόμετρα παραλίας (υπερβολή) μέχρι να καταλήξουμε σε ποιο κομμάτι άμμου θα κατασκηνώσουμε. Από πίσω μας ακολουθούσε ένας κατάλευκος καραφλός με μωβ μπλουζάκι. Είχε βάλει σκοπό της ζωής του στην τεράστια άδεια παραλία να απλώσει την πετσέτα του δίπλα μας κολλητά. Και δεν έφτανε αυτό, όταν τελικά εγκαταστάθηκε στα δυο μέτρα από τον καταυλισμό μας, έβγαλε κάτι ηχεία από το σακίδιό του που ξέρναγαν τράνς. «Υπάρχει λόγος που ερχόμαστε σε ερημική παραλία άνθρωπέ μου», είπε η Κλαίρη κι ο αέρας πήρε τη φωνή της μακριααααά, και την πήγε στα αφτιά του. Επιτέλους παρεξηγήθηκε, τα μάζεψε κι έφυγε.
Από την άλλη όχθη (στα πέντε μέτρα) ένα ζευγάρι εξηντάρηδων(Plus) έπαιζε ρακέτες σα να μην υπάρχει αύριο. Ο άντρας ήταν εντελώς γυμνός, νομίζω ότι γι’ αυτό δεν έχανε ποτέ το μπαλάκι, είχε βοηθητική ρακέτα (Τα μπαλάκια δεν τα μπέρδευε γιατί τα δικά του είχαν απορροφηθεί από την ηλικία- απ’ ό,τι πρόλαβα να δω, μη νομίσετε ότι κοιτούσα και επίμονα τα κάλλη του κυρίου!). 

Ανταπόκριση από την Αθήνα

Ημέρα 17
Αγαπημένε μου , 
Σήμερα το πρωί εγκατέλειψα το χωριό για να ταξιδέψω στην Αθήνα. Για τους περισσότερους ανθρώπους αυτή είναι η πρωτεύουσα και συνήθως την αγαπούν. Εγω τη σιχαίνομαι και δεν την αναγνωρίζω για πρωτεύουσα ( εγώ θα πάω στο Μονακό!). Ωστόσο δεν είχα άλλη επιλογή, έπρεπε να επιστρέψω εκεί από όπου ξεκίνησαν όλα, για να δω τι θα κάνω και να βάλω ένα τέλος στην εμμονική μου στάση το τελευταίο διάστημα. 

Χθες το βράδυ, γλεντοκοπήσαμε στο γνωστό στέκι μας, ξέρεις σε ποιο. Ανεπαίσθητα, πάνω στο χορό έκανα στην Κλαίρη – τη θυμάσαι τη φίλη μου την Κλαίρη; - μια γκριμάτσα δική σου κι εκείνη έφριξε από το πόσο καλά σε μιμούμαι – και πόσο συχνά της το κάνω τελευταία. Υποθέτω αυτός είναι ένας δικός μου τρόπος να σε σκέφτομαι.
Αν όχι σε πόλεμο, σίγουρα πάω σε μάχη με τον εαυτό μου. Είναι αδιανόητα δύσκολο να είσαι σίγουρος/η για τα «θέλω» σου τελικά. Και πίστευα ότι είναι το πιο απλό πράγμα. Το θέμα δεν είναι τα ΘΕΛΩ αλλά η προτεραιότητα σε αυτά.

Τέλος πάντων, εδώ στο Μπλού Σταρ τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά. Το πλήρωμα μας έχει ενημερώσει πάνω από πέντε φορές τι θα κάναμε σε περίπτωση που βουλιάζαμε. Ακούσαμε τον συναγερμό τουλάχιστον τέσσερις φορές. Εγω έχω γίνει κονσέρβα για να μη με ποδοπατήσουν οι λυσσασμένοι τουρίστες που πηγαινοέρχονται. Μετά μας έκαναν ζωντανή επίδειξη για τα σωσίβια (ποιανού σχεδιαστή να ήταν;). Τέτοια επιμονή δεν έχω ξαναδεί. Πιστεύω υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να ναυαγήσουμε, και να βγεις Ναυαγός στον Πειραιά δεν λέει καθόλου. Δεν είμαι καλή στη Γεωγραφία αλλά νομίζω υπάρχουν νησιά εδώ γύρω ακόμα, προλαβαίνω να ναυαγήσω στη Σίφνο, τη Σέριφο, ή την Άνδρο. Οι συνθήκες εδώ στο πλοίο είναι αντίξοες. Εγω κι οι τσάντες μου καθόμαστε στο πλακάκι του διαδρόμου (το ένα μόνο μπορούσα να πιάσω) και παρά όλα αυτά έχουμε καλύτερη τύχη από αυτούς που την αράξανε με σλίπινμπαγκ στην τουαλέτα!
Τι ωραία που θα ήταν να ήσουν κι εσυ στην πόλη, να μου μάθεις την Αθήνα μπας και τη συμπαθήσω λιγάκι. Μάλλον όχι; Κάτι τέτοιες στιγμές έχουμε ανάγκη από ένα «καλό» και όχι ένα «οποιοδήποτε» μέντιουμ. 

Σε φιλώ, 

Αλεξία 

Υ.Γ. Έμαθα από την εφημερίδα της Κυβερνήσεως ότι οι Αμερικάνοι κατάφεραν να σχεδιάσουν ένα κινούμενο τηλέφωνο, «κινητό» το ονόμασαν το πράμα του διαβόλου. Όλα να τα περιμένεις από αυτούς… Αλήτες! Δεν ξέρω τι θέλουν να πετύχουν μέσα από αυτό το κατασκεύασμα αλλά θα σε παρακαλούσα πολύ να προσέχεις και να μείνεις μακριά του. 

Ημέρα 18-
Αγαπημένη Μητέρα, 
Η Αθήνα είναι μία κόλαση. Το σπίτι μας παρέμεινε κατάκλειστο για δεκαεπτά ημέρες και έχει υπερθερμανθεί. Νομίζω ότι ζω σε μια γιγαντιαία ξερή σάουνα. Είναι τόσο ζεστό και πνιγηρό που βαριανασαίνω, ούτε στο Περού να ήμουν. Το μόνο που βρήκα στο ψυγείο μας ήταν μια μπύρα – και μια μάσκα για σακούλες κάτω από τα μάτια που θα μου χρειαστεί αν συνεχίσω έτσι. Βρήκα είκοσι χιλιάδες φακέλους στο γραμματοκιβώτιο, αλλά κανένας τους δεν με αφορούσε. Είναι σίγουρο πια ότι το μεταπτυχιακό μου έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Χάθηκε και η τελευταία μου ελπίδα… 
Μην στεναχωριέστε για μένα. Βέβαια τα εφόδια εξαντλούνται και η κατάσταση της υγείας μου ολοένα χειροτερεύει. Από την αδυναμία η δερμάτινη ζώνη που φορούσα όταν έφυγα τυλίγεται δύο φορές γύρω από τη μέση μου, αναγκάζομαι να τρώω χώμα με ζάχαρη όπως στην Αιτή μετά το σεισμό. Θα επιβιώσω, το ξέρω. Μια Κυριακή θα γίνει πάλι λεφτεριά και θα βρω καράβι να κατέβω να σας δω. 
Δεν μπορώ να πω περισσότερα, φοβάμαι μην πέσει σε λάθος χέρια αυτό το γράμμα.

Ημέρα 19-
Αγαπημένε μου Τζέρυ,
Οι ώρες στην Αθήνα δεν περνάνε με τίποτα. Σέρνω τα βήματά μου από το ένα δωμάτιο στο άλλο και περιμένω να ακούσω τα γατήσια σου βήματα ξωπίσω μου, αλλά τίποτα. Περιμένω το επόμενο γαύγισμα, αλλά επικρατεί σιωπή. Κοιτάζω το άδειο σου πιάτο, το μελαγχολικό σου σκυλόσπιτο και μου έρχεται να κλάψω. Κατά τ’ άλλα την παλεύει η μανούλα. 

Τώρα που πλέον είμαι νηφάλια θέλω να σου χαρίσω απλόχερα μερικές μητρικές συμβουλές, που αποκόμισα το τελευταίο διάστημα. Πρώτον, στη ζωή σου θα γνωρίσεις μόνο ένα αφεντικό. Μπορεί να αγαπάς όλα τα μέλη της οικογένειάς μας, αλλά κακά τα ψέματα, με μένα έχεις φάει το κόλλημα. Κάτι θα έκανα για να αξίζω την αγάπη σου. Ξέρω καλά όμως ότι τώρα που έφυγα, περνάς πολύ καλά με τη Λίλη και σου αρέσει να κάνετε αγκαλίτσες πίσω από την πλάτη μου. Να’ ξερες πόσο σε καταλαβαίνω, γι’ αυτό και σε συγχωρώ. Στην πραγματική ζωή συμβαίνει το ίδιο ανα διαστήματα. Μόνο που δεν έχουμε «αφεντικά» στην καρδιά μας κι αυτό τα κάνει όλα πια ζόρικα. Όπως λέει κι ο Γονίδης, «πιστά» είναι μόνο τα σκυλιά. Η μανούλα Τζέρυ βρίσκεται ακριβώς εκεί, στη φάση «ζόρικα». Μη δίνεις σημασία, θα σου εξηγήσω όταν μεγαλώσεις. 
Αυτά από τη γριά σου, σε 26 ώρες και δύο λεπτά θα βρίσκεται κοντά σου…
Η μανούλα

Ημέρα 20-
Αγαπημένε μου Πατέρα, 
Εσύ βρίσκεσαι στα νησιά Σαν Αντρές στην Κολομβία κι εγω είμαι πάλι στο πλοίο για Πάρο. Έχουμε καιρό να μιλήσουμε αλλά η σκέψη σου, και η γκαντεμιά σου, βρίσκονται μαζί μου, το ξέρω. Πληροφορήθηκα ,και πήρα μια χαρά και δυο τρομάρες, ότι θα έρθεις να με βρεις στις 6 Αυγούστου. Πως πετυχαίνεις πάντα τις ημερομηνίες όμως; 
Πριν από λίγη ώρα μου έστειλαν στον τηλέγραφο του πλοίου μια επίσημη πρόσκληση σε ένα πάρτι, που γίνεται στο Ηράκλειο Κρήτης, στις 6 Αυγούστου. Δεν ξέρω ποιος το κάνει ακριβώς, αλλά ο διοργανωτής, ο Στυλάτος, είπε ότι θα υπάρχει σιντριβάνι από Μπράντυ (το ακριβό, ξέρεις, το δικό του). Εντελώς τυχαία έχει ξεμείνει ένα open εισιτήριο στα χέρια μου, για πλοίο με προορισμό τη Σαντορίνη – την κατάρα μου να έχει μετά από όσα τράβηξα, τη Μύκονο, που όπως καταλαβαίνεις δεν πρόκειται να πατήσω πόδι όσο είμαι ζωντανή μετά τις διακοπές μας το 2002 (ναι μπαμπά, ήσουν κι εσύ στο κότερο!), και… το Ηράκλειο Κρήτης. Μη βιάζεσαι να ταραχτείς, δεν έχω αποφασίσει ακόμα τι θα κάνω, παρότι η επίσκεψή μου στην Αθήνα είχε ακριβώς αυτό το σκοπό. Περιμένω να μου στείλεις οπωσδήποτε φύλλα κόκας να μασήσω, μπας και κατέβει καμιά ιδέα. 

Παρεμπιπτόντως, είδες τις φωτογραφίες της αποφοίτησης; Δεν φαντάζομαι να αγόρασες καμία! Οι άνθρωποι είναι ερασιτέχνες, ούτε φώτοσοπ δεν ξέρουνε. Νομίζω κιόλας ότι τις παραμόρφωσαν. Έχουμε εμείς οι Ζερβούδηδες γαμψή μύτη; Ψεύτικο χαμόγελο; Κού ντε μπιζόν; Πουατρίν φιμέ; Μπεζάς; Που τα βρήκαν και μας τα κόλλησαν αυτά μου λες; Αίσχος! 
Σε αφήνω γιατί ήρθε ένα τσουνάμι πριν λίγο, πέσαμε σε κάτι ξερονήσια και τρεμοπαίζουν τα φώτα εδώ, θα τυφλωθώ. Το υπόλοιπο πλοίο τα έχει ήδη σβήσει και βυθίζεται καθέτως λίγο παραπέρα.

Η άσωτη κόρη σου 

No comments:

Post a Comment

Any comments?