16.5.18

Δημόσιες Υπηρεσίες, Τόμος Β’: Επανέκδοση διπλώματος οδήγησης


Εκτός από τα υπόλοιπα ταλέντα μου, έχω και τη μαγική ικανότητα να εξαφανίζω τα πράγματά μου! Κάποια τα βρίσκω λίγο ή αρκετό καιρό μετά, κάποια άλλη χάνονται για πάντα. Δεν θα πιάσουμε βέβαια να συζητάμε τα όσα έχω χάσει αφήνοντάς τα σε απίθανα μέρη ανά τον κόσμο (π.χ. μέσα σε ταξί, μέσα σε ντουλάπες ξενοδοχείων), ούτε την τάση να αφήνω το κινητό μου παντού και μετά  να τρέχω πανικόβλητη να το μαζέψω. Ειδικά το τελευταίο ανήκει στην κατηγορία «σπορ», όχι στα ταλέντα. Εδώ μιλάμε για την απόλυτη εξαπάτηση των αισθήσεων, μιλάμε για μαγεία.

Τη μια μέρα το δίπλωμα οδήγησης ήταν στο ντουλάπι του αυτοκινήτου, την επόμενη ημέρα δεν ήταν εκεί. Κι έτσι άρχισε ο γολγοθάς της περασμένης εβδομάδας, με τα νεύρα να κυριαρχούν έναντι όλων των άλλων συναισθημάτων. Τη μια μέρα υπήρχε μάρτυρας που το είδε μέσα εκεί, την άλλη μέρα ο μάρτυρας κατέθεσε ότι δεν το είδε ποτέ. Αφού έφαγα τον κόσμο στην κυριολεξία και έψαξα παντού, αποφάσισα να παραιτηθώ από την προσπάθεια ανεύρεσης και να βγάλω νέο δίπλωμα, γιατί ήθελα να πετάξω και μερικά λεφτά και δεν έβρισκα που, μιας που νύχι δεν μου έχει μείνει να πάω να το φτιάξω, το κομμωτήριο που εμπιστευόμουν έκλεισε οπότε ούτε ρίζα είχα να βάψω και βλεφαρίδες έχω μπόλικες, οπότε δεν χρειαζόταν να βάλω. Ναι, το να πετάξω τα λεφτά μου για να βγάλω νέο δίπλωμα ήταν καλή ιδέα.

Και τρέχα στο αστυνομικό τμήμα  να δηλώσεις την εξαφάνιση (όπου τσάλ-τσάλ ο δημόσιος υπάλληλος την τσίχλα). «Γειά σας, θέλω να δηλώσω μια εξαφάνιση», είπα συνοφρυωμένη. Ούτε που ταράχτηκε, μου φάνηκε δε, ότι τα έξυσε και λίγο μπροστά στα μάτια μου πριν καν γυρίσει να με κοιτάξει. «Τι έχασες;», μου απαντάει συνεχίζοντας να κοιτάζει την οθόνη του. «Το παιδί μου!», ήθελα να του πω μπας και επιτέλους γυρίσει την κεφάλα του. Κρατήθηκα όμως, γιατί η μητέρα λέει ότι στις δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να είσαι ευγενικός και καλοβαλμένος για να καταφέρεις να εξυπηρετηθείς. Αφού κατάφερα να συνεννοηθώ και στο τέλος γίναμε και λίγο φίλοι, πήγα στα ΚΕΠ. Εκεί ο υπάλληλος δεν μασούσε τσίχλα. Από εκεί, πήρα τα παράβολα παραμάσχαλα και γύρισα στο σπίτι κι έκανα υπομονή μέχρι την επόμενη ημέρα το πρωί, για να πάω στην τράπεζα να πληρώσω τα κέρατά μου τα παράβολα…

Τώρα έπρεπε να περιμένω μέχρι το επόμενο πρωί, για να πάω στο Υπουργείο Μεταφορών. Δεν υπήρχε ουρά όπως με έχουν συνηθίσει οι δημόσιες υπηρεσίες. Υπήρχε μόνο ένας μπάρμπας μπροστά μου, πολύ μεγάλος μάγκας, στάνταρ δάσκαλος οδήγησης. Μέσα από το τζάμι, πέντε άτομα. Ο ένας έκανε ότι δούλευε, οι άλλοι είχαν σχηματίσει πηγαδάκι, ντυμένοι σα να πήγαιναν στην παραλία και λέγανε τα νέα τους. Προσπάθησα να μην κοιτάζω επίμονα το ρολόι και εκείνους με μισό μάτι. 

Επιτέλους ήρθε αυτή με το παρεό να με εξυπηρετήσει. Τσαλ – τσαλ η τσίχλα να χτυπιέται στα δόντια της κυρίας. «Πήγαινε εδώ στη γειτονιά να βγάλεις καμιά άλλη φωτογραφία, αυτή με το μαγιό δεν κάνει». Ντάξει, αυτό με το μαγιό δεν έγινε ποτέ, αλλά η φωτογραφία όντως δεν έκανε, ήταν λέει μικρή. Πήγα κι εγώ απέναντι να τυπώσω μια γιγαντοαφίσα με την πιο ξινισμένη μούρη που μπορεί να έχω στις 8 το πρωί πριν τη δουλειά και κατέθεσα τα χαρτιά μου. Όλα καλά μου λέει. Πότε θα ξέρω ότι είναι έτοιμο, της λέω, γιατί στο μεσοδιάστημα δεν πρέπει να οδηγώ, έτσι λέει ο Νόμος. «Δεν θα σε ειδοποιήσουμε, έλα απλά σε δεκαπέντε μέρες!». Τσαλ-τσαλ. Ευχαριστώ. Γειά σας.

Δεκατέσσερις και σήμερα.

No comments:

Post a Comment

Any comments?