9.8.18

A Zed Story...

Το alexized.blogspot.com μετακόμισε σε νέα διεύθυνση!

Τώρα πια θα με βρίσκετε εδώ: www.azedstory.com 

Σας ευχαριστώ που με διαβάζετε τόσα χρόνια και θα τα λέμε πλέον από εκεί!

8.8.18

Το κορίτσι που δεν έκλαιγε ποτέ



Ήταν τυχερή, είχε βρει το άλλο της μισό, κάτι πραγματικά σπάνιο και πολύτιμο. Ήταν αυτός για εκείνη, μόνον αυτός, το ήξερε, το ένιωθε, το έχτιζε κάθε ημέρα. Όλη της τη ζωή ήταν σκληρή, δυνατή, δεν είχε κανέναν ανάγκη για να τη δυναμώσει ή να την ολοκληρώσει. Ήταν αυτόνομη, αυτάρκης, γεμάτη από ενέργεια. Είχε πληγωθεί κάποιες φορές, μα ήταν μόνο γρατζουνιές που γρήγορα ξεθώριαζαν στο χρόνο. Απλώς έτυχε να βρεθεί εκείνος στο δρόμο της και τότε, εκτός από πολύ δυνατή, ήταν και πολύ ευτυχισμένη.

Ήξερε ότι βρήκε την πραγματική της αγάπη, γιατί αυτού του είδους η αγάπη γινόταν μέρα με τη μέρα πιο ισχυρή αντί να ξεθυμαίνει. Τον βάφτισε έρωτα, στήριγμα, σύντροφο, τον βάφτισε αγκαλιά, ταξίδι, μαξιλάρι, τον βάφτισε ευτυχία με γεύση.

Μια ημέρα όμως, έτσι ξαφνικά, κάτι έγινε κι ούτε ξέρει γιατί, εκείνος τυφλός από εγωισμό ή δειλός, ποιος ξέρει, έφυγε μακριά της. Την αποχαιρέτισε λέγοντάς την «αγάπη του», γιατί η αγάπη του ήταν. Αυτή τη φορά δεν ήταν γρατζουνιά. Ήταν ξερίζωμα.

Δεν άπλωσε το χέρι της να τον κρατήσει, γιατί είχε ακούσει από μικρή, πως όταν κάτι δεν γυρίζει πίσω σε εσένα, δεν ήταν ποτέ δικό σου. Δεν σταμάτησε ούτε μία στιγμή να πιστεύει ότι αυτός, που τώρα γύρισε την πλάτη και φεύγει, είναι η πραγματική αγάπη της, το απόλυτο ταίριασμά της. Έμεινε μόνη της, με τόσους πολλούς να της χαϊδεύουν τα μαλλιά και να της λένε πως είναι δυνατή, μόνη της με άπειρους φίλους, μόνη της με όλους εμάς γύρω της.

Δεν έπαψε να είναι δυνατή, δεν έπαψε να είναι αυτάρκης, αλλά ένιωθε ότι η μοναξιά της θα κρατήσει για πάντα. Θα έβρισκε σύντροφο, θα ερωτευόταν ξανά, πιθανότατα θα ξαναγαπούσε. Οι άνθρωποι ερωτεύονται πολλές φορές στη ζωή τους και έχουν την ικανότητα να αγαπούν περισσότερους από έναν ανθρώπους. Όμως ένας είναι ο άνθρωπος που κουμπώνει άψογα στην καρδιά σου…

Πέρασε ο καιρός, σε μια τυχαία συνάντηση τον κοίταξε από μακριά και ήξερε, ότι ακόμη, μετά από τόσο καιρό, είναι αυτός, κι ας μην του αξίζει. Όλοι έχουμε έναν δικό μας άνθρωπο στον κόσμο, για εκείνη ήταν αυτός. Δεν έκλαψε ούτε τότε. Χαμογέλασε στην παρέα της, είπε αστεία, ήπιε, τραγούδησε και χόρεψε και στο τέλος γύρισε σπίτι της έχοντας περάσει καλά. Μα όπως κάθε βράδυ, άκουγε το μικρό σφύριγμα, από την μικρή τρυπούλα που είχε ανοίξει στην καρδούλα της και δεν έλεγε να κλείσει.

Δεν κλαίει πριν κοιμηθεί, δεν το έκανε ούτε εκείνο το βράδυ κι ας τον είχε δει από τόσο κοντά, κι ας άντεξε να του δώσει απλώς μια ψυχρή χειραψία. Είναι δυνατή, πολύ δυνατή. Αυτό θα σκέφτηκε κι εκείνος ίσως. Ίσως ήταν τόσο βλάκας, που δεν κατάλαβε ποτέ τι χάθηκε όταν έφυγε…

Σε ανύποπτο χρόνο, ένα βράδυ, με ένα συνηθισμένο τραγούδι, σε μια χωρίς ένταση ατμόσφαιρα, τα μάτια της αρχίσανε να φλυαρούν με τη θάλασσα, ώσπου πια δεν ξεχώριζες τη θάλασσα από τα μάτια. «Μην κλαις. Είσαι δυνατή». Και τότε σήκωσε τις θάλασσες και απάντησε «κλαίω για όλα τα «μην κλαις» που μου έχουν πει».

Αυτοί που αξίζουν πραγματικά την αγάπη, είναι εκείνοι που την έχασαν…

25.7.18

Άνθρωπος: το μεγαλύτερο δυστύχημα του πλανήτη



Ένας άνθρωπος αναπνέει περίπου 9,5 τόνους αέρα το χρόνο, που αντιστοιχεί σε 7-8 δέντρα το χρόνο να φωτοσυνθέτουν αποκλειστικά για αυτόν, άρα περίπου 450-500 δέντρα αναλογούν στον καθέναν από εμάς, για να αναπνέουμε σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας.


Ο πλανήτης που μας φιλοξενεί είχε την ατυχία να ζήσει αυτό που οι επιστήμονες λένε «Το Γεγονός της Μεγάλης Οξείδωσης», που αν δεν είχε συμβεί, τα δέντρα θα συνέχιζαν να υπάρχουν, αλλά εμείς όχι.  Παρ’ όλ’αυτά συνέβη, κι έτσι σήμερα η ατμόσφαιρα περιέχει περίπου 20% οξυγόνο χάρη στα φωτοσυνθετικά βακτήρια κι έτσι υπάρχουμε κι εμείς, οι άνθρωποι.

Ο άνθρωπος λειτουργεί με αυτοσκοπό την καταστροφή του πλανήτη, από την πρώτη κιόλας στιγμή που βγήκε από τη σπηλιά, καθώς από τους πρώτους πολιτισμούς μέχρι σήμερα, έχουμε ήδη καταστρέψει το 50% των δέντρων της Γης. Κόβουμε περίπου 15 δισεκατομμύρια δέντρα ετησίως και φυτεύουμε μόνο 9. Και συνεχίζουμε ακάθεκτοι να κόβουμε και να καίμε...


Κάθε εκατό χρόνια ξεσπούν πυρκαγιές από φυσικά αίτια (π.χ. κάποιος κεραυνός), και τα δάση αναγεννιούνται από τις στάχτες τους στην κυριολεξία. Αυτό έχει προβλέψει η φύση, γι’ αυτό και τα δέντρα έχουν την ικανότητα μεταπυρικής αναγέννησης! Στην Ελλάδα όμως καιγόμαστε κάθε χρόνο, όχι κάθε εκατό. Και το 95% των πυρκαγιών οφείλεται στην ανθρώπινη ασυνειδησία. Ή μήπως να πω καλύτερα εγκληματικότητα;

Δεν υπάρχουν λόγια, για το γεγονός ότι το 2018 οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα χάνουν τη ζωή τους από τη βροχή και από τη φωτιά. Μιλάμε για την ίδια χώρα που η τεχνολογία του iphone έχει μπει σε όλα τα σπίτια, που για μήνες μας ζαλίζουν με τις οπτικές ίνες, με τις πλαστικές σακούλες και τα πλαστικά καλαμάκια. Σε αυτή την τρελή χώρα και την τρελή εποχή, που ακόμη υπάρχουν εμπρηστές, οι οποίοι για όποιον στο διάολο λόγο έχουν, καίνε δάση, ζώα, πόλεις, ανθρώπους. Τι σημασία έχει αν οι εμπρηστές είχαν πολιτικό, οικονομικό ή άλλο σκοπό, τι σημασία έχει αν ήταν Έλληνες, Ρώσοι, Τούρκοι, άλλοι. Δεν είναι οι εμείς και οι εμπρηστές… είναι το ανθρώπινο είδος, το μεγαλύτερο δυστύχημα του πλανήτη.

21.7.18

Η Τέχνη του να Απλώνεσαι στον Κόσμο



Σήμερα ξύπνησα κουρνιασμένη όπως κάνω τα τελευταία χρόνια, παρότι στο κρεβάτι υπάρχει περιθώριο για λίγο άπλωμα παραπάνω, χωρίς να ενοχλώ τον «Συνοδοιπόρο» που κοιμάται δίπλα μου. Μαζεμένη σαν γατί, ξύπνησα λίγο πιασμένη, όπως κάθε ημέρα.

Λίγο αργότερα, καταφθάνω στη δουλειά και περνώντας από ένα στενό, βλέπω μια κυρία που είχε ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου διάπλατα, πιο πολύ δεν γινόταν, μέχρι να καταφέρει να απλώσει το ένα πόδι, το ένα χέρι, το άλλο πόδι και το άλλο χέρι και να βγει τελικά έξω. Αναγκάστηκα να κόψω ταχύτητα για να μην την πάρω μαζί κι αυτήν και την πόρτα της και έπιασα τον εαυτό μου να ενοχλείται από αυτή την ανετίλα του απλώματος.

Ήμουν έτοιμη να την χαρακτηρίσω ζώο και γαϊδούρα, αλλά με σταμάτησε κάτι στην άκρη της γλώσσας μου. Α, ναι, πρόλαβα να τη βουτήξω στο μυαλό κι αυτή ήταν η γεύση της λογικής. «Καλά κάνει κι απλώνεται, να βγει με την άνεσή της, γιατί να μην επιβληθεί στο σύμπαν; Γιατί να δυσκολέψει την έξοδό της από το αμάξι, για χάρη των άλλων;» και σκέφτηκα μετά ότι είμαι τόσο πολύ μίζερη, που ποτέ δεν έχω ανοίξει πόρτα τόσο διάπλατα για να βγω, ώστε να μην ενοχλήσω κάποιον που περνάει και κόψει ταχύτητα (ή με πάρει σβάρνα).

Ίσως αυτή η μιζέρια να με εμποδίζει από έναν πραγματικά καλό και ξέγνοιαστο ύπνο, απλωμένο από τη μία άκρη του κρεβατιού μέχρι την άλλη. Πολλά τέτοια παραδείγματα μου έρχονται τώρα στο μυαλό, πολύ συχνά περιορίζω το άπλωμά μου, συνειδητά και ασυνείδητα. Πολλές φορές δυσκολεύω τον εαυτό μου για να διευκολύνω τους άλλους.

Η Τέχνη του να Απλώνεσαι στον Κόσμο επιτάσσει λίγη γαϊδουριά. Να μη μαζεύεις τα πόδια σου όσο καλύτερα μπορείς για να περάσει κάποιος π.χ. στο σινεμά. Κάνε λίγο πέρα για τη στάχτη στα μάτια και αν δεν χωρέσει πρόβλημά του, ας μην κατουριόταν, ας ερχόταν νωρίτερα, ας μην κάνει διάλειμμα. Να μην στριμώχνεις το αμάξι σε μια θέση parking για να χωρέσουν και οι άλλοι, να απλώνεσαι σαν η σακαράκα σου να ήταν λίμο.

Απλώσου. Ξεδιπλώσου. Το έχεις ανάγκη να γίνεις αν είσαι από αυτούς που συνέχεια στριμώχνονται. Χρειαζόμαστε διατάσεις κόσμε, έχουμε πιαστεί και παθαίνουμε κράμπες.




18.7.18

Καλοκαιρινές καψούρες vol3



Φτάνοντας στην 3η και τελευταία ιστορία, ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε για την πλέον επικίνδυνη καψούρα, την απαγορευμένη καλοκαιρινή καψούρα της ώριμης περιόδου.

Είναι η 3η και φαρμακερή. Η καψούρα που έρχεται σε πιο μεγάλη ηλικία, σε φαινομενικά ανύποπτο πάλι χρόνο, στην ώριμη περίοδο – διαφορετική για τον καθένα, άλλους τους πιάνει στα τριάντα, άλλους τους πιάνει στα σαράντα και άλλους στα πενήντα. Από εκεί και ύστερα, η καψούρα ονομάζεται γεροντοέρωτας και δεν μπορώ να μιλήσω για αυτό, καθώς δεν έχω φτάσει ούτε απ’ έξω, αλλά όποιον ξέρω που το έπαθε, το πέρασε πολύ βαριά.

Η ώριμη καλοκαιρινή καψούρα είναι η πιο επικίνδυνη, γιατί δεν έχει τον ενθουσιασμό των προηγούμενων και άρα, μπορεί να κρατήσει περισσότερο από το συνηθισμένο. Όπως είπαμε στο πρώτο επεισόδιο, η δύναμη της καψούρας και ο χρόνος ζωής της είναι αντιστρόφως ανάλογες. Επομένως, η ώριμη καλοκαιρινή καψούρα μπορεί να χάνει λίγο στη μονάδα μέτρησης του αρχικού πάθους και του ενθουσιασμού, αλλά μπορεί να κρατήσει περισσότερο καιρό. Και όσο περισσότερος χρόνος της δίδεται, μπορεί να φουντώσει αργότερα και να γίνει κάτι πολύ πιο επικίνδυνο από μια απλή καψούρα.

 Όπου γάμος και χαρά…

Ο Βλάσης λοιπόν, βρέθηκε καλεσμένος στο γάμο ενός φίλου του και στο τραπέζι της δεξίωσης, είχε τη χαρά να σμίξει με παλιούς γνωστούς και φίλους που είχαν ξεχαστεί από καιρό. Παρατήρησε ότι όλοι συνοδεύονταν εκτός από εκείνον και θεώρησε ότι αυτό το πάρτι θα ήταν αρκετά βαρετό, δεδομένου ότι θα χανόταν για άλλη μια φορά η ευκαιρία να γνωρίσει κάποια κοπέλα.

Καθώς η ώρα περνούσε, έτρωγαν κι έπιναν και κάποιοι σηκωνόντουσαν να χορέψουν, οι θέσεις άλλαξαν και ούτε κατάλαβε πως, βρέθηκε δίπλα σε μια κοπέλα, που φυσικά ούτε αυτή ήταν ασυνόδευτη. Ίσως να την είχε γνωρίσει ξανά, αλλά δεν το θυμόταν. Ή μάλλον, το θυμόταν, αλλά ήταν σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.

Αφού μιλήσανε λίγο περί ανέμων και υδάτων, του φάνηκε πολύ οικεία τελικά, όπως όταν γνωρίζεις κάποιον για πρώτη φορά, αλλά αισθάνεσαι σαν να τον ξέρεις από πάντα. Αυτοί οι δύο καταλαβαινόντουσαν με έναν περίεργο τρόπο, παρότι δεν είχαν τίποτα κοινό. Και ζωδιακά να το πάρεις δηλαδή, ήταν εντελώς αντίθετοι σε όλα τους.

Ανάμεσα στις παύσεις της χαζοσυζήτησης, κοιτιόντουσαν και τα μάτια τους φλυαρούσαν ανελέητα. Ήταν αμοιβαίο βέβαια, ο Βλάσης δεν ήταν τρελός. Της κοπέλας της φάνηκε τόσο έντονη η αύρα μεταξύ τους, που ήταν σίγουρη ότι το βλέπουν και το καταλαβαίνουν όλοι. Όμως κανένας δεν έδινε σημασία, ούτε καν ο συνοδός της. Ήταν τόσο ξεκάθαρο, που απορούσε πως γίνεται να περνά απαρατήρητο, σαν να τους κάλυπτε κάποιος αόρατος μανδύας, σαν αυτός του Χάρι Πότερ.

Ο γάμος τελείωσε και μαζεύτηκαν σπίτια τους. Και πέρασε πολύς καιρός, που ούτε βλεπόντουσαν, ούτε μιλούσανε, όμως στριφογύριζε ο ένας στο μυαλό του άλλου. Κι έτσι, ήρθε το επόμενο καλοκαίρι και βρέθηκαν τυχαία πάλι, σε έναν άλλο γάμο. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ πιο μπερδεμένα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο βρέθηκαν ξανά δίπλα δίπλα, να μιλάνε και να χαμογελάνε ο ένας στον άλλον κι ήταν σαν να αγκαλιάζονται χωρίς καν να ακουμπιούνται. Κανείς δεν παρατήρησε τίποτα, ούτε τα βλέμματα, ούτε τα γέλια, ούτε το κρασί που εξαφανιζόταν από τα ποτήρια τους με τρόπο μαγικό.

Και πέρασε άλλος ένας χρόνος και τους έφερε στο τρίτο καλοκαίρι, με κάποια ενδιάμεση τυχαία συνάντηση μέσα στο χειμώνα. Και πάθανε «Μαμιχλαπινάταπάι» (αν δεν ξέρεις κάνε κλικ να μάθεις) και κανείς δεν έμαθε ποτέ τι έγινε με αυτούς τους δύο, γιατί ο αόρατος μανδύας μπορεί τελικά και να υπάρχει!

Και επίσης, karma is a GREAT bitch.